Από το 2007 όταν και η ΔΕΗ κάλυπτε από το 55 έως το 60% της ζήτησης είχαν φανεί τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια με την τότε διοίκηση της εταιρείας να μιλά για πρώτη φορά για το λεγόμενο τέλος της εποχής του λιγνίτη.
Σήμερα πλέον οι προβλέψεις φαίνεται να επαληθεύονται, με αποκορύφωμα τα πιο πρόσφατα στοιχεία που δείχνουν ότι η λιγνιτική παραγωγή τον Απρίλιο έπεσε στο 30% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρισμού στη χώρα που αποτελεί και ιστορικό χαμηλό για την ηλεκτροπαραγωγή από το “εθνικό καύσιμο”.
Πως φτάσαμε σε αυτά τα χαμηλά; Πρόκειται για έναν συνδυασμό παραγόντων και επιλογών των τελευταίων ετών, που μαρτυρούν έλλειμμα στρατηγικής αλλά και λανθασμένες επιλογές πολιτικής που δε βαρύνουν απαραίτητα την ίδια επιχείρηση, αλλά και τους πολιτικούς της προϊσταμένους, που πάντα είχαν λόγο – εξ αφορμής του ευαίσθητου θέματος των τιμολογίων – στα πράγματα της ΔΕΚΟ.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μεγαλόπολης, όπου έχουν ήδη εξαντληθεί τα δύο από τα τέσσερα πεδία λιγνίτη, ενώ τα εναπομείναντα αποθέματα λιγνίτη (λιγότερο από 160 χιλιάδες τόνοι κακής ποιότητας και με χαμηλή θερμογόνο δύναμη) αναμένεται να έχουν εξαντληθεί μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, κατασπαταλούμενα σε μη αποδοτικές πεπαλαιωμένες μονάδες.
Σοβαρά είναι τα προβλήματα και σε άλλα ορυχεία, όπως στο Κλειδί, στη Φλώρινα, το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει, λόγω κατολισθήσεων που δεν αποκαταστάθηκαν. Ως αποτέλεσμα η πλέον σύγχρονη μονάδα λιγνίτη της ΔΕΗ στη Μελίτη να έχει καθηλωθεί.Έτσι η μονάδα που θα μπορούσε να αποτελεί υπόδειγμα παραγωγικότητας, εμφανίζει συντελεστή χρησιμοποίησης μόλις 19%, παράγοντας το ένα τρίτο της ενέργειας συγκριτικά με άλλες ισομεγέθεις μονάδες της ΔΕΗ (ΑΗΣ Καρδιάς) . Το θέμα της Μελίτης συνδέεται άμεσα και με το “βαλτωμένο” διαγωνισμό για την παραχώρηση του ορυχείου της Βεύης, ο οποίος παραμένει σε εκκρεμότητα επί 9 συναπτά έτη. Και βέβαια την ίδια στιγμή που τα υπάρχοντα ορυχεία συνεχώς απομειώνονται, παραμένουν ανεκμετάλλευτα δύο τεράστια πεδία σε Δράμα και Ελασσόνα.
Το ερώτημα βεβαίως που προκύπτει είναι εάν υπάρχει δυνατότητα αναστροφής αυτής της αρνητικής τάσης, που εκτός των άλλων θα έδινε στη ΔΕΗ τη δυνατότητα να αυξήσει τα περιθώρια κέρδους αλλά και να ασκήσει μια νέα πιο φιλική τιμολογιακή πολιτική προς τους καταναλωτές είτε αυτοί είναι νοικοκυριά είτε επιχειρήσεις και βιομηχανίες. Σύμφωνα με τα όσα έχει εξαγγείλει ο νέος επικεφαλής της εταιρείας Μ. Παναγιωτάκης, η απάντηση στο ερώτημα είναι θετική. Την άποψη του κ. Παναγιωτάκη επιβεβαιώνει και η πρόσφατη μελέτη που έγινε από την Ernst & Young για λογαριασμό της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας που δείχνει ότι τα σοβαρότερα προβλήματα αποδοτικότητας αλλά και τα μεγαλύτερα περιθώρια βελτίωσης εντοπίζονται στον κλάδο των ορυχείων.
Όσο για τις επενδύσεις, υπάρχουν κάποια σημάδια κινητικότητας, αφού στο τελευταίο Δ.Σ. της ΔΕΗ προ ημερών, αποφασίστηκε μια σειρά από παρεμβάσεις στα ορυχεία λιγνίτη. Συνολικά θα διατεθούν σε πρώτη φάση 43,6 εκ. ευρώ για επενδύσεις και συντηρήσεις εξοπλισμού των ορυχείων (ανταλλακτικά για τους εκσκαφείς και για τους ταινιόδρομους, καθαρισμός ορυχείων στην Δ. Μακεδονία κλπ). Τέλος η εταιρεία σχεδιάζει να αξιοποιήσει εξοπλισμό που διαθέτει, όπως οι ειδικοί καδοφόροι εκσκαφείς που παραμένουν αδρανείς λόγω ελλείψεων σε προσωπικό. Εφόσον λυθεί το πρόβλημα εκτιμάται ότι η βελτίωση της ποιότητας του εξορυσσόμενου λιγνίτη θα μπορούσε να αυξήσει έως και 6% την παραγωγή από τα εργοστάσια λιγνίτη της εταιρείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου