Του Γιώργου Φιντικάκη
Και να αρέσει στους επενδυτές, αλλά και να μην απογυμνώσει εντελώς την ΔΕΗ. Και να την εγκρίνουν οι Βρυξέλλες, αλλά και να μην προκαλέσει πολιτικές αναταράξεις στην Δυτική Μακεδονία. Σε αυτήν την συνταγή του "λίγο απ’ όλα", προκειμένου όσο αυτό είναι δυνατόν, να μείνουν όλοι ικανοποιημένοι, φαίνεται πως καταλήγει η κυβέρνηση αναφορικά με την λίστα των προς πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.
Το μείγμα που έχει συμπεριλάβει η επιχείρηση αποτελείται και από μονάδες που χρήζουν γερής αναβάθμισης, με τροφοδοσία σε καύσιμο που προβληματίζει, όπως οι δύο του Αμυνταίου, αλλά και από σύγχρονες σαν εκείνη της Μελίτη Ι, μαζί με την άδεια για την Μελίτη ΙΙ. Και λέγεται ότι είναι διατεθειμένη η ΔΕΗ να βάλει πωλητήριο σε κάποιες από τις μονάδες της Μεγαλόπολης - γίνεται λόγος ακόμη και για την υπό κατασκευή Πτολεμαίδα V- αλλά και ότι επιδιώκει να κρατήσει στα χέρια τον Άγιο Δημήτριο V, ο οποίος έχει άδεια λειτουργίας ως το 2040. Και θα τροφοδοτούνται οι μονάδες από τα γειτονικά ορυχεία της ΔΕΗ, και σε κάποιες περιπτώσεις όμως ο επενδυτής θα πρέπει να κλείσει με την επιχείρηση συμφωνία ή να αγοράζει λιγνίτη από τρίτους
Το ερώτημα είναι αν αυτή η "ισορροπιστική" συνταγή θα φέρει αποτέλεσμα ή τελικά κυβέρνηση και ΔΕΗ θα περάσουν κάτω από τον πήχη που οι ίδιες έχουν θέσει ψηλά στο κεφάλαιο του λιγνίτη. Κάποιοι χαρακτηρίζουν την πρόταση μαξιμαλιστική, και υποστηρίζουν ότι συμβαδίζει περισσότερο με τα θέλω της ΔΕΗ παρά με εκείνα της αγοράς, άλλοι πάλι προτιμούν να μην προδικάσουν τις εξελίξεις πριν δουν και επίσημα την τελική πρόταση, στο σύνολό τους πάντως οι δυνητικοί μνηστήρες εμφανίζονται επιφυλακτικοί.
Τα πάντα άλλωστε θα εξαρτηθούν όχι μόνο από το μείγμα που θα πουληθεί, αλλά κυρίως από το τίμημα που θα ζητήσει η ΔΕΗ, ερώτημα που θα πάρει απάντηση μόνο όταν παρουσιαστεί από τους συμβούλους η τελική λίστα, και πυκνώσουν οι επαφές.
Το γνωρίζουν καλά τόσο η τσέχικη CEZ που έχει συζητήσει αρκετά με την ΔΕΗ, όσο και η ιταλική Edison, που παρ’ ότι έχει κάνει σαφές ότι επένδυση μόνο σε λιγνίτες, και χωρίς "νερά" δεν είναι βιώσιμη, εντούτοις της ασκούνται εδώ και πολύ καιρό "πιέσεις" να πάρει μέρος στο market test του προσεχούς Οκτωβρίου. Άλλωστε η παρουσία στο εγχείρημα μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών θεωρείται άκρως σημαντική, και "προαπαιτούμενο" για τις Βρυξέλλες προκειμένου αυτό να στεφθεί από επιτυχία, όπως γνωρίζει καλά και ο αρμόδιος υπουργός Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης. Τα χαρτιά του δεν έχει ανοίξει ούτε ο όμιλος Μυτιληναίου που παρακολουθεί από κοντά τις διεργασίες, όπως και η συμμαχία Κοπελούζου με την κινεζική Senhua, με το αρχικό ενδιαφέρον να είχε εστιάσει στην αγορά και αναβάθμιση παλαιών σταθμών, όπως το Αμύνταιο στην Πτολεμαΐδα.
Το τίμημα
Σε αυτή την άσκηση ισορροπιών, οι βολιδοσκοπήσεις ενδιαφερόμενων επενδυτών δίνουν και παίρνουν, προκειμένου η λίστα, όχι μόνο να γίνει αποδεκτή από τις Βρυξέλλες, αλλά και να βρει ανταπόκριση στην πράξη κατά το φθινοπωρινό market test. To κύριο βάρος των επαφών με τους επενδυτές έχει αναλάβει το υπουργείο και η Lazard, δηλαδή ο σύμβουλος που έχει προσλάβει. Σε πρώτη ανάγνωση, κρίνοντας και από τα όσα ανέφεραν στελέχη ελληνικών και ευρωπαϊκών εταιρειών στο πρόσφατο συνέδριο του Economist, η αγορά εμφανίζεται κάτι παραπάνω από επιφυλακτική. Σε δεύτερη ωστόσο ανάγνωση, αυτή ακριβώς η επιφύλαξη μπορεί να εντάσσεται και σε ένα ευρύτερο διαπραγματευτικό παζάρι που ατύπως έχει ξεκινήσει, με απώτερο στόχο το τίμημα, το οποίο και αποτελεί το ένα και μοναδικό κλειδί, κάτι απολύτως λογικό, πόσο μάλλον όταν το πακέτο δεν εμπεριέχει προς το παρόν, νερά.
Όσο και να επιθυμεί ένας ιδιώτης να αποκτήσει λιγνιτικές μονάδες και ορυχεία για να ελέγχει ο ίδιος το κόστος του ρεύματος που πουλάει, άλλο τόσο δεν είναι διατεθειμένος να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, όταν η ευρωπαϊκή πολιτική για την κλιματική αλλαγή έχει καταστήσει τα στερεά καύσιμα επένδυση ασύμφορη, και παντού στην Γηραιά Ηπειρο επικρατεί η λογική της απανθρακοποίησης. Σήμερα το κόστος παραγωγής για ένα λιγνιτικό εργοστάσιο της ΔΕΗ υπολογίζεται σε 50-60 ευρώ η μεγαβατώρα, αλλά το 2030 αναμένεται να έχει εκτιναχθεί κοντά στα 100 ευρώ. Και αυτό, καθώς οι τιμές δικαιωμάτων ρύπων πρόκειται σύμφωνα με μελέτη της ίδιας της Κομισιόν να σκαρφαλώσουν από τα 5 ευρώ / τόνο CO2 σήμερα, σε πάνω από 30 ευρώ το 2030. Υπό ποιες επομένως προϋποθέσεις είναι δυνατόν να καταστεί ελκυστική μια επένδυση στο λιγνίτη; Μόνο εφόσον η απόκτηση της εγκατάστασης είναι χαμηλής αξίας.
Ο ρόλος των τραπεζών
Στην πραγματικότητα δεν συμφέρει κανέναν σήμερα η αγορά λιγνιτικού εργοστασίου και ορυχείου, παρά μόνο εάν το τίμημα είναι εξαιρετικά χαμηλό, κάτι που δύσκολα όμως θα μπορούσαν να δεχθούν αφενός η ΔΕΗ, καθώς λογοδοτεί στους μετόχους της, αφετέρου οι τράπεζες, οι οποίες και την έχουν θέσει σε ένα είδος επιτροπείας. Η αφαίρεση από το κύριο σώμα της περιουσιακών στοιχείων, όπως οι λιγνιτικές μονάδες, εφόσον δεν συνοδευτεί από υψηλά τιμήματα, θα απομειώσει περαιτέρω την αξία της επιχείρησης, και άρα θα καταστήσει ακόμη πιο αβέβαιη την μελλοντική αποπληρωμή των υποχρεώσεών της, αλλά και την σύναψη νέων δανείων. Το έδειξε ξεκάθαρα η υπόθεση του ΑΔΜΗΕ, όπου οι τράπεζες προκειμένου να εγκρίνουν δάνειο 200 εκατ. ευρώ στην ΔΕΗ, την υποχρέωσαν να τους ενεχυριάσει στην πράξη μελλοντικά της έσοδα. Εάν οι μονάδες της επιχείρησης δεν πουληθούν σε εύλογη αξία, οι τράπεζες δεν θα καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια.
Φωτογραφία SOOC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου