Η Σοφία Βέμπο (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 10 Φεβρουαρίου 1910 – Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978) ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. Χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης» εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Το όνομα Βέμπο επέλεξε η ίδια να υιοθετήσει κάνοντας και τις απαραίτητες νόμιμες διαδικασίες επειδή έτσι (εσφαλμένα) είχε συνηθίσει να προφέρει το όνομά της το κοινό. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπου. el.wikipedia
Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο.
Xαρακτηρίστηκε «τραγουδίστρια της νίκης» εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.
Δεν υπάρχει Έλληνας να μην αναγνωρίζει τη φωνή της, ακούγοντας τις μέρες αυτές του εορτασμού του «ΟΧΙ» του ’40, στο τραγούδι «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» σε στίχους του Γιώργου Θίσβιου και μουσική του Θεόφραστου Σακελαρίδη.
ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
(ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ)
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του
μ’ όλα τα φτερά
και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει
βρε τον φουκαρά!
Τον τσολιά μας τον λεβέντη βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη τον μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω;
Ξεκινάει την άλλη μέρα μα και πάλι ακούει «αέρα»
από τον τσολιά
δρόμο παίρνει και δρομάκι και πηδάει το ποταμάκι
ξέρει τη δουλειά.
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.
Αχ Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
Στέλνει ο νέος Ναπολέων μεραρχίες πειναλέων
στα ψηλά βουνά
για να βρουν το διάβολό τους κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά.
Και οι κένταυροι οι καημένοι βρε τι τρομερό
νηστικοί ξελιγωμένοι πέφτουν στο νερό.
Αχ, Γκράτσι, να μην σε δω Γκράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από εμάς και τους συμμάχους
τρώνε την κλωτσιά
και χωρίς πολλές κουβέντες μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μες στην Κορυτσά.
Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα ελληνική.
Αχ, Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και πάθαν οι καημένοι μεγάλη συμφορά
κι η Ρώμη περιμένει κι εκείνη τη σειρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου