Του Ι. Π. Στεφανάκου
Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν –και δικαιολογημένα– οι φωνές της βαριάς βιομηχανίας, που διαμαρτύρεται για το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας. Το βασικό επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι βαριά βιομηχανία χωρίς φθηνή ενέργεια δε νοείται. Και προσθέτουν ότι με το τρέχον κόστος ενέργειας στην Ελλάδα, οι ελληνικές βιομηχανίες δεν μπορούν να είναι διεθνώς ανταγωνιστικές.
Τα στοιχεία που επικαλούνται είναι πειστικά: για βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας το κόστος ηλεκτρισμού ή/και φυσικού αερίου αποτελεί το 30 έως 55% του συνολικού κόστους παραγωγής. Άρα για να είναι ανταγωνιστικό διεθνώς το ελληνικό βιομηχανικό προϊόν, απαιτείται, τουλάχιστον ίσο κόστος ενέργειας με τον ανταγωνισμό.
Ωστόσο, οι δυνατότητες για χαμηλού κόστους ηλεκτροπαραγωγή, δεν είναι απεριόριστες. Όπως δείχνει και η εμπειρία από την ηλεκτροδότηση βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας στο εξωτερικό, οι κύριες πηγές είναι τρεις: πυρηνική ενέργεια, ανθρακική ενέργεια και υδροηλεκτρική ενέργεια. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η βιομηχανία του αλουμινίου, όπου τα υδροηλεκτρικά κυριαρχούν τροφοδοτώντας πάνω από το 50% των αναγκών των εργοστασίων ανά τον κόσμο με τον άνθρακα να βρίσκεται στη δεύτερη θέση με μόλις 36%. Στη Β. Αμερική μάλιστα το μερίδιο ξεπερνάει το 60% και μόνο στην Ασία τα πυρηνικά πρωτίστως και δευτερευόντως τα ανθρακικά εργοστάσια προμηθεύουν με περισσότερη ενέργεια τις μονάδες παραγωγής αλουμινίου, συγκριτικά με τα υδροηλεκτρικά.
Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα, μεγάλες υδροηλεκτρικές μονάδες είναι αφιερωμένες για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών σε βιομηχανικούς καταναλωτές (Alcoa Λ. Αμερική, Rio Tinto Alcan Αυστραλία). Στη Ρωσία το 80% των εργοστασίων αλουμινίου, σύμφωνα με στοιχεία της Rusal καλύπτουν τις ανάγκες τους με υδροηλεκτρική ενέργεια.
Αλλά όμως δε χρειάζεται να πάμε μέχρι τα εργοστάσια αλουμινίου της Ρωσίας, αφού και στην Ελλάδα, ο υδροηλεκτρικός σταθμός των Κρεμαστών, ισχύος 437 MW στον ποταμό Αχελώο, κατασκευάστηκε ένα χρόνο πριν τα επίσημα εγκαίνια της λειτουργίας του εργοστασίου παραγωγής αλουμινίου στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας.
Η ιστορία του σταθμού των Κρεμαστών είναι συνυφασμένη με τον εξηλεκτρισμό της χώρας: στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 δεν υπήρχε κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στα νοικοκυριά ικανή για να δικαιολογήσει τη δημιουργία νέων μονάδων. Το πλάνο λοιπόν της αμερικανικής εταιρείας Κάιζερ, που έφερε υπερσύγχρονα για την εποχή μηχανήματα και κατασκεύασε το σταθμό, ήταν η ενέργεια από τα Κρεμαστά να κατευθύνεται για τις ανάγκες του εργοστασίου της Αλουμίνιον της Ελλάδος που επί δεκαετίες ήταν και παραμένει συνώνυμο με τη βιομηχανική παραγωγή της χώρας.
Πίσω δηλαδή από την άνθιση και την ακμή της ελληνικής βιομηχανίας βρίσκεται η αξιοποίηση του δυναμικού των υδάτινων πόρων της χώρας.
Ενεργειακός διάλογος
Σύμφωνα με τον αρμόδιο υφυπουργό Ενέργειας, ξεκινάει άμεσα με σκοπό να θεσμοθετηθεί τους επόμενους μήνες, ο διάλογος για το ενεργειακό μείγμα της χώρας, τις επόμενες δεκαετίες. Δεν μπορεί κανείς παρά να επικροτήσει την πρωτοβουλία. Αποδείχθηκε με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ηλεκτρικό σύστημα (ΛΑΓΗΕ) αλλά και ο παραγωγικός ιστός της χώρας (αύξηση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία), ότι χωρίς σχεδιασμό τα αποτελέσματα μπορεί να είναι ολέθρια.
Όμως φτάνει από μόνη της η δέσμευση για διάλογο; Δε θα πρέπει να υπάρχουν ορισμένοι βασικοί άξονες και κατευθύνσεις, για το πού θέλουμε να πάμε και με ποιο τρόπο θα το καταφέρουμε;
Ένας πυλώνας βεβαίως είναι η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, την ενεργειακή ασφάλεια και την εξοικονόμηση ενέργειας.
Ωστόσο πρόσφατα ακόμη και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, φάνηκε να υποστηρίζεται και ένας τέταρτος πυλώνας, που δεν είναι άλλος από την ανταγωνιστικότητα και τη μείωση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, που δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα από τους ανταγωνιστές της τόσο στην Κίνα, όσο και στις ΗΠΑ (shale gas).
Και εάν πράγματι μπουν στο τραπέζι όλες αυτές οι παράμετροι, τότε εκτιμούμε ότι η υδροηλεκτρική παραγωγή προσφέρει μια εξαιρετική λύση για την αντιμετώπιση των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Μια λύση που συνδυάζει την οικονομικότητα, τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των εκπομπών CO2 και φυσικά έχει τη μεγαλύτερη εγχώρια προστιθέμενη αξία (πάνω από 70%) στη φάση της κατασκευής.
Κατά συνέπεια εάν πράγματι αναζητούμε άφθονη χαμηλού κόστους ενέργεια, που μπορεί να τροφοδοτήσει το restart της βιομηχανικής παραγωγής και της παραγωγικής ανάκαμψης της χώρας, τα υδροηλεκτρικά μπορούν να την προσφέρουν.
* Ο κ. Ι. Π. Στεφανάκος είναι μηχανικός, λέκτορας ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου