Η δεύτερη άμυνα που εφαρμόζει η ΔΕΗ αφορά στις προαγορές δικαιωμάτων που έχει πραγματοποιήσει σε χαμηλότερη από την τρέχουσα τιμή. Έτσι σύμφωνα με τη διοίκηση της ΔΕΗ ήδη από το πρώτο τρίμηνο του έτους έχουν αγοραστεί 6,7 εκατ. τόνοι, που αντιστοιχούν στο 47% των συνολικών αναγκών για το 2020 με κόστος στα 30,96 ευρώ/τόνος. Αυτό σημαίνει ότι υπολείπεται να αγοραστούν ακόμη 7,3 εκατ. τόνοι δικαιωμάτων στις τρέχουσες τιμές άνω των 50 ευρώ ο τόνος. Με βάση τους επίσημους υπολογισμούς για κάθε 1 ευρώ επιπλέον στην τιμή των δικαιωμάτων, η σχετική δαπάνη της ΔΕΗ αυξάνεται κατά 7,3 εκατ. ευρώ περίπου. Που σημαίνει ότι στην τιμή των 50 ευρώ ο τόνος, η επιπλέον δαπάνη για τη ΔΕΗ θα ξεπεράσει τα 140 εκατ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι η μέση λιγνιτική μεγαβατώρα για την επιχείρηση επιβαρύνεται με 1,5 τόνο εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό σημαίνει ότι μια μέση λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ, για κάθε μία μεγαβατώρα που παράγει, επιβαρύνεται με κόστος που ξεπερνά τα 84 ευρώ μόνο για τις αγορές δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, χωρίς να συνυπολογίζονται τα υπόλοιπα κόστη καυσίμου και μισθοδοσίας. Καθώς η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος κινείται στα επίπεδα των 60 – 65 ευρώ/ μεγαβατώρα, είναι σαφές ότι οι λιγνιτικές μονάδες για τις ώρες που λειτουργούν, προκαλούν ζημιά στη ΔΕΗ.
Αξίζει να αναφερθεί τέλος ότι οι εξελίξεις στο μέτωπο της διεθνούς αγοράς των CO2 καταδεικνύουν την ορθότητα της απόφασης για επίσπευση της απόσυρσης του λιγνιτικού στόλου της ΔΕΗ, ο οποίος προβλέπεται να έχει τεθεί σε εφεδρεία μέχρι το 2023. Μάλιστα η ΔΕΗ διερεύνησε τη δυνατότητα περαιτέρω επίσπευσης του προγράμματος των αποσύρσεων, ωστόσο εισέπραξε αρνητική απάντηση για λόγους ασφάλειας της προμήθειας του συστήματος από το διαχειριστή ΑΔΜΗΕ.
(του Χάρη Φλουδόπουλου, capital.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου