Της Νένας Μαλλιάρα
Αποφασισμένη να θέσει ψηλά τον πήχη των νέων κεφαλαιακών αναγκών για τις τράπεζες φαίνεται η ΕΚΤ, καθώς η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών επιδιώκεται να αποτελέσει το τελευταίο δείγμα διάσωσης τραπεζών με δημόσιο χρήμα. Με το σκεπτικό αυτό, οι εποπτικές Αρχές επιθυμούν να δημιουργήσουν και επιπλέον των πραγματικών κεφαλαιακές ανάγκες, προκαλώντας μεν την μήνιν των ξένων που έχουν επενδύσει στις ελληνικές τράπεζες, λόγω του μεγάλου dilution που θα υποστούν, εξασφαλίζοντας δε ότι οι τράπεζες θα οχυρωθούν άπαξ διά παντός με επαρκέστατα και ποιοτικά κεφάλαια.
Όπως έχει εγκαίρως ενημερώσει το "Κ", η ΕΚΤ θα είχε κάθε λόγο να "ξεχειλώσει" τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, καθώς επιθυμεί να… χαίρουν άκρας υγείας στο μέλλον, ώστε να αποπληρώσουν και τα 130 δισ. ευρώ που έχουν δανειστεί από το Ευρωσύστημα. Όπως αναφέραμε, στόχος της ΕΚΤ είναι να θέσει τη βάση εκκίνησης των νέων αυξήσεων κεφαλαίου στα 15 δισ. ευρώ, φτάνοντας μέχρι τα 20 δισ. ευρώ. Το εύρος αυτό φαίνεται να διαμορφώνεται στα 12-17 δισ. ευρώ, βάσει των όσων προκύπτουν από τις τελευταίες επαφές των ξένων επενδυτών με τις εποπτικές Αρχές.
Σε κάθε περίπτωση, γεγονός παραμένει ότι η ΕΚΤ, ο SSM, η DGComp και εσχάτως ο SRB (Single Resolution Board), δηλαδή το σώμα εξυγίανσης τραπεζών της Eυρωζώνης, επιμένουν σε μια μεγάλη ανακεφαλαιοποίηση, ικανή να καλύψει έως και... φανταστικές κεφαλαιακές "τρύπες". Σύμφωνα με την επικεφαλής του SRB, Elke Koenig, η επικείμενη διάσωση των ελληνικών τραπεζών, που θα χρηματοδοτηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της από δημόσια χρήματα, δεν θα πρέπει να αποτελέσει πρότυπο για το μέλλον, διότι οι πιστωτές της Ελλάδας πιάστηκαν "όμηροι" από την υπερχρεωμένη κυβέρνηση. Οι μελλοντικές εξυγιάνσεις τραπεζών, σύμφωνα με την ίδια, θα ακολουθήσουν τους ευρωπαϊκούς κανόνες που θα ισχύσουν από 1/1/2016 και που υπαγορεύουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σε μια τράπεζα, από τους μετόχους και τους ομολογιούχους έως τους ανασφάλιστους καταθέτες, να συμβάλουν σε μια διάσωση πριν γίνει οποιαδήποτε χρήση δημοσίων εσόδων.
Αντιδρούν οι μέτοχοι
Οι διαθέσεις των εποπτικών Αρχών για… large αυξήσεις κεφαλαίου στις ελληνικές τράπεζες εντείνουν τις ανησυχίες και αντιδράσεις από πλευράς ξένων μεγαλομετόχων. Απηχώντας τις απόψεις των ξένων που έχουν επενδύσει στις ελληνικές τράπεζες, ο μεγαλοεπενδυτής Wilbur Ross, που έχει τοποθετηθεί στη Eurobank, μιλά ευθέως πια για "απόψεις" της ΕΚΤ, και όχι για πραγματικά γεγονότα, που φαίνεται ότι θα διαμορφώσουν το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης και θα κρίνουν τον βαθμό της απομείωσης (dilution) στην επένδυση της ελληνικής κυβέρνησης και των διεθνών επενδυτών.
Προειδοποιεί, δε, ότι οι επίσημες προβλέψεις που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύ αρνητικές, οδηγώντας σε έξοδο των επενδυτών από την Ελλάδα. "Υπάρχει μια χούφτα διεθνών επενδυτών που είναι πρόθυμοι να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα. Αν αυτοί οι επενδυτές νιώσουν ότι τους μεταχειρίζονται άδικα από μια απερίσκεπτη βιασύνη για αποφάσεις και σε αυτό το πλαίσιο απομειωθούν άσκοπα, δεν θα επιστρέψουν", διεμήνυσε μέσω Bloomberg o δισεκατομμυριούχος επενδυτής.
Πέρα από το ύψος και το πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης, πάντως, το επόμενο κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον οι νέες αυξήσεις κεφαλαίου θα απελευθερώσουν κεφάλαια από τις τράπεζες για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Ο λογικός αυτός στόχος, ύστερα από ακόμα μία μεγάλη ένεση ρευστότητας στις τράπεζες, φαίνεται ότι πολύ δύσκολα θα επιτευχθεί στο προσεχές μέλλον. Και, σε κάθε περίπτωση, θα είναι στενά συνδεδεμένος όχι μόνο με την επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες, αλλά και με τη διαχείριση των "κόκκινων" δανείων, των οποίων τις ζημίες θα κληθούν να καλύψουν αρχικά τα νέα κεφάλαια στις τράπεζες.
Ουκ αν λάβοιτε… δάνειο μέχρι το 2017
Έναν χρόνο μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αναμένεται να "ανοίξει" η ροή της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία, καθιστώντας ανέφικτο τον στόχο για την παροχή νέων δανείων μέσα στο 2016.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του "Κ", στις επαφές που έχουν με τον SSM οι τράπεζες στο πλαίσιο της διενέργειας των stress tests, έχει "συνομολογηθεί" ότι τα σχέδια για πιστωτική ανάπτυξη θα πρέπει να μετατεθούν για το 2017, καθώς τα νέα κεφάλαια που θα μπουν στις τράπεζες με την ανακεφαλαιοποίηση θα πρέπει να κατευθυνθούν αρχικά για την κάλυψη ζημιών. Η κοινή αυτή παραδοχή μεταξύ των δύο πλευρών καθιστά ανέφικτο τον στόχο της χρηματοδότησης της οικονομίας μέσα στο 2016, με ανακεφαλαιοποιημένες πλέον τις τράπεζες.
"Καίει" το ΕΣΠΑ
Μοναδική εξαίρεση, σύμφωνα με τις πληροφορίες, προβλέπεται να γίνει για τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και αυτό, όμως, υπό την αίρεση ότι το πολιτικό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί μετά τις εκλογές στην Ελλάδα θα είναι σταθερό, με προοπτική μακροημέρευσης και ικανότητα αποφασιστικής και γρήγορης υλοποίησης των μέτρων της συμφωνίας. Ο αρμόδιος υπηρεσιακός υπουργός Οικονομίας, Ν. Χριστοδουλάκης, επιδιώκει παράταση 6 ή 12 μηνών στα προγράμματα του ΕΣΠΑ 2007-2013 και επαναπροσανατολισμό των κατευθύνσεων του ΕΣΠΑ της περιόδου 2014-2020. Σημειώνεται ότι από τον Φεβρουάριο του 2015 δεν έχει αποπληρωθεί ούτε ένα ευρώ για έργα που είχαν ενταχθεί στο ΕΣΠΑ, με αποτέλεσμα εκατοντάδες έργα να έχουν "παγώσει" εξαιτίας της αδυναμίας της κεντρικής κυβέρνησης να διαθέσει τα απαραίτητα κονδύλια για τη συνέχιση της χρηματοδότησης έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη. Σύμφωνα με την ΚΕΔΕ, αν δεν υπάρξει παράταση στο ΕΣΠΑ που λήγει στο τέλος του 2015, μόνο οι δήμοι θα έχουν ζημία από 3,5 μέχρι και 5 δισ. ευρώ, αφού δεν θα προλάβουν να ολοκληρωθούν εκατοντάδες έργα σε όλη τη χώρα, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να κληθούν οι δήμοι να επιστρέψουν τα χρήματα που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα για τα έργα αυτά.
Δεν "πέφτουν" στην οικονομία
Το γεγονός, πάντως, ότι η επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν πρόκειται να αποδώσει άμεσα την απαιτούμενη ρευστότητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας δεν θα αποτελέσει πρωτοτυπία για τα ελληνικά δεδομένα των τελευταίων ετών. Η διετής, περίπου, διάρκεια της προηγούμενης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, με την οποία επήλθε και ριζική αναδιάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, είχε αρνητική συμβολή στη χρηματοδότηση της οικονομίας. Για την ακρίβεια, συνέβαλε περαιτέρω στη διατήρηση δυσμενούς επιχειρηματικού κλίματος, εν μέσω, μάλιστα, μιας πρωτοφανούς μείωσης του εγχώριου προϊόντος.
Και η επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση δεν πρόκειται να αποτελέσει το "καύσιμο" στη μηχανή της πραγματικής οικονομίας, για λόγους που δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ελληνική τραπεζική πραγματικότητα, αλλά και με τις επιταγές που πηγάζουν από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση και το ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο κανόνων που θέτει η Βασιλεία ΙΙΙ και η ΕΚΤ. Η ταυτόχρονη ανάγκη για αύξηση των επιπέδων κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, σε μια ιδιάζουσα οικονομική περίοδο και με τις υφιστάμενες περιφερειακές αναπτυξιακές διαφοροποιήσεις, νομοτελειακά θα στερήσει επιπλέον πόρους από την οικονομία.
Εάν, μάλιστα, συνεκτιμηθεί η πρόσθετη επίδραση παραγόντων όπως η ρήτρα bail in από τις καταθέσεις που δεν έχουν εξασφάλιση (άνω των 100.000 ευρώ), τα προβλήματα εμπιστοσύνης και τις ροές κεφαλαίων μεταξύ των εθνικών τραπεζικών συστημάτων που αυτή προκαλεί, είναι αμφίβολο κατά πόσο το τραπεζικό σύστημα θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει αποτελεσματικά την πραγματική οικονομία ή εάν, αντίθετα, και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα περιοριστεί στη διατήρηση μιας στάσιμης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο προσεχές μέλλον.
Τα σχέδια που ναυάγησαν
Σημειώνεται ότι η πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα "τρέχει" με αρνητικό ρυθμό -1,5% σε ετήσια βάση, όπως έδειξαν τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ που ανακοινώθηκαν στα τέλη Αυγούστου για τον μήνα Ιούλιο. Οι αρνητικοί ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης αποτελούν συνεχή πραγματικότητα ήδη από το 2013, οπότε τα ποσοστά τους κινούνταν άνω του -4%.
Από τον Αύγουστο του 2014 οι τράπεζες άρχισαν να αισιοδοξούν για τη δυνατότητα χορήγησης νέων δανείων το 2015, καθώς διαπίστωναν αυξητική τάση στις καταθέσεις, οι οποίες, από τα 160,5 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2014, κινήθηκαν ανοδικά, ξεπερνώντας τα 164 δισ. ευρώ, σταθερά μέχρι τον Νοέμβριο. Κατά τραγική ειρωνεία, όταν οι τράπεζες έκαναν, αρχές Δεκεμβρίου του 2014, τις πρώτες δηλώσεις περί αυξήσεως των δανειοδοτήσεων από το 2015, ξεκίνησε νέος κύκλος πολιτικής αβεβαιότητας, που μείωσε περαιτέρω τις καταθέσεις κατά περίπου 45 δισ. ευρώ και έβαλε στην "κατάψυξη" τα νέα δάνεια και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Φτιάχνουν τραπεζικές "bad banks" με μετόχους ξένα funds
Στη δημιουργία δικής της εταιρείας, που θα αναλάβει χρέη bad bank, σε συνεργασία με ξένους εταίρους, θα προχωρήσει η κάθε τράπεζα ξεχωριστά.
Καθώς το θέμα της ενεργητικής διαχείρισης των "κόκκινων" δανείων θα μπει εκ νέου στο τραπέζι τον Οκτώβριο από τη νέα κυβέρνηση, οι πληροφορίες του "Κ" αναφέρουν ότι οι τράπεζες προετοιμάζουν τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν κατά μόνας, καταλήγοντας στη δημιουργία σχημάτων διαχείρισης στα οποία μέτοχοι θα είναι ξένα εξειδικευμένα funds.
Το "Κ" είχε επισημάνει ήδη από τον Μάιο, όταν ακόμη υπερίσχυε το σενάριο της σύστασης bad bank που θα αναλάμβανε τα κακά δάνεια των τραπεζών, ότι αναπόφευκτα η επιλογή των τραπεζών θα ήταν οι συνεργασίες με ξένα funds.
Μέγα "αγκάθι" της διαπραγμάτευσης
Όπως είχαμε αποκαλύψει αργότερα, όταν γίνονταν οι τελικές διαπραγματεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης με τους δανειστές για την υπογραφή της συμφωνίας που ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 13 Αυγούστου, η ασυμφωνία στο θέμα του τρόπου διαχείρισης των "κόκκινων" δανείων λίγο έλειψε να οδηγήσει σε ναυάγιο τη διαπραγμάτευση. Και αυτό, διότι η μεν τότε κυβέρνηση επέμενε στη δημιουργία bad bank, αποκλείοντας τις πωλήσεις δανείων σε ξένα funds, οι δε δανειστές υποστήριζαν ότι δημιουργία bad bank ήταν αδύνατον να λειτουργήσει πριν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Παράλληλα, προέκριναν τη διαχείριση των "κόκκινων" δανείων ανά τράπεζα με ελεύθερες τις πωλήσεις προβληματικών χαρτοφυλακίων σε εξειδικευμένα funds του εξωτερικού.
Τις διαφωνίες αυτές είχε παραδεχτεί αργότερα, μιλώντας στη Βουλή, ο τότε υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι στις νέες συζητήσεις που θα γίνουν τον Οκτώβριο για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων "θα προσπαθήσουμε να βρούμε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στη λύση που προτάσσουν οι ίδιες οι τράπεζες να έχουν ένα σύστημα για τα "κόκκινα" δάνεια –το σύστημα του asset management company, δηλαδή μια "κακή" τράπεζα, για να λύσει το πρόβλημα– και τη λύση που προτάσσει τη συμμετοχή ιδιωτών".
Διεθνής βιομηχανία υπερκερδών
Η δράση των εξειδικευμένων funds στη διαχείριση δανείων είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρα διεθνώς. Όπως αναφέρουν ενδεικτικά στο "Κ" στελέχη τραπεζών, η bad bank που συστάθηκε με συμμετοχή ξένων funds για τη διαχείριση των στεγαστικών της αμερικανικής Fannie Mae έχει ετήσια κέρδη 6 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, αντιστοίχως, αν ξένα funds αγόραζαν "κόκκινα" δάνεια, ύψους 30 δισ. ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες και κατάφερναν να εισπράξουν το 15% αυτών, θα μπορούσαν να βγάλουν κέρδη 4,5 δισ. ευρώ ετησίως. Σημειώνεται ότι η "πίτα" των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών υπολογίζεται λίγο άνω των 100 δισ. ευρώ.
Τα ξένα funds που θα μπουν μέτοχοι στα εταιρικά σχήματα διαχείρισης "κόκκινων" δανείων των τραπεζών θα λαμβάνουν μέρισμα από την αναβάθμιση της ποιότητας των καθυστερούμενων χαρτοφυλακίων. Η αναβάθμιση αυτή θα έρθει μέσω της αυξημένης εισπραξιμότητας καθυστερούμενων δανείων για τα οποία θα υπάρξουν διακανονισμοί που θα "ξεπαγώσουν" και το "κούρεμα" οφειλών.
Τι έχει γίνει μέχρι σήμερα
Στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των "κόκκινων" δανείων, οι τράπεζες έχουν εφαρμόσει μέχρι σήμερα λύσεις κυρίως βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα και δευτερευόντως λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ή οριστικών διευθετήσεων. Η οριστική διαγραφή δανείων (επιχειρηματικά και καταναλωτικά) αυξήθηκε σημαντικά το 2014, με το ύψος των διαγραφών να έχει πενταπλασιαστεί από το 2013 (στα 1,98 δισ. ευρώ, από 363 εκατ. ευρώ). Ωστόσο, για σημαντικό αριθμό δανείων οι τράπεζες δεν έχουν λάβει κανένα μέτρο αντιμετώπισης του προβλήματος και, επιπλέον, μεγάλο ποσοστό των δανείων που έχουν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης συνεχίζει να μην εξυπηρετείται ομαλά.
Ειδικότερα, τα δάνεια που έχουν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης ("forborne exposures") αποτελούν το 13,3% του συνόλου των δανείων. Από αυτά, το 70% περίπου συμπεριλαμβάνεται στα μη εξυπηρετούμενα "ανοίγματα", είτε γιατί έχουν εμφανίσει πάλι καθυστέρηση είτε γιατί θεωρούνται μη εισπράξιμα ("unlikely to pay"). Από τα δάνεια σε καθεστώς ρύθμισης, λύσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ., κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών) έχουν εφαρμοστεί στο 55% των περιπτώσεων, λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ. παράταση διάρκειας, μείωση επιτοκίου) στο 20% και λύσεις οριστικής διευθέτησης στο 25%.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 18ης Σεπτεμβρίου capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου