Του Τάσου Αναστασάτου
Τον Σεπτέμβριο του 2014, το Υπουργείο Οικονομικών έδωσε στη δημοσιότητα ένα Δελτίο Τύπου με το οποίο αποτιμούσε τις εξαγγελίες του τότε Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Αλ. Τσίπρα από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Οι περισσότεροι εστίασαν στο τμήμα το οποίο αφορούσε το δημοσιονομικό κόστος των εξαγγελιών, το έγγραφο εκείνο ωστόσο είχε αξία ως οικονομική ανάλυση και περιείχε συγκεκριμένη πρόταση για την έξοδο από την κρίση, την σταθεροποίηση και την ανάκαμψη της οικονομίας.
Η τότε ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών προσπάθησε να μην εγκλωβιστεί σε μία τυπική λογική αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά να περιγράψει την φιλοσοφία η οποία θα πρέπει να διέπει την οικονομική πολιτική της χώρας, για να βγει από το σπιράλ της λιτότητας και της ύφεσης.
Η βασική κατεύθυνση της ανάλυσης, η οποία παραμένει εν ισχύει και σήμερα, είναι ότι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει πρόβλημα διάρθρωσης της προσφοράς και όχι ζήτησης. Επομένως, η κρίση δεν μπορεί να τερματιστεί χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τον εξορθολογισμό των δομών της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης, οι οποίες θα διευκολύνουν τη μετάβαση σε ένα πιο εξωστρεφές και φιλικό προς τις επενδύσεις πρότυπο ανάπτυξης. Αυτός είναι ο μόνος βιώσιμος τρόπος αύξησης των εισοδημάτων και μείωσης της ανεργίας, δεδομένου ότι εκ νέου διόγκωση της κατανάλωσης με δανεισμό δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτή ήταν και είναι η ρεαλιστική πρόταση υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, υπέρ των πολλών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, υποστήριζε τότε πολιτικές τόνωσης της ζήτησης, οι οποίες θα αύξαναν την κατανάλωση και τις δαπάνες του δημοσίου, δηλαδή να επαναλάβουμε τις πολιτικές που μας οδήγησαν στην κρίση. Το κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών εξηγούσε ότι εάν η παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας δεν βελτιωθεί, η όποια αύξηση της ζήτησης, ακόμα κι αν ήταν δυνατή, θα μετατρεπόταν σε εισαγωγές και όχι ανάπτυξη. Προειδοποιούσε ότι οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ θα επέφεραν σημαντικό πλήγμα στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας κατά πολλές εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ της χώρας σε μόνιμη βάση, καθώς και στο κοινωνικό κράτος. Εξειδίκευε μάλιστα αυτές τις επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, σε φυγή κεφαλαίων από τη χώρα, επιβάρυνση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, αρνητική επίπτωση στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, αύξηση του κόστους δανεισμού, απώλεια αξιοπιστίας, ρήξη με τους εταίρους μας στην ΕΕ και συνεπαγόμενο κίνδυνο απώλειας πόρων από το ΕΣΠΑ. Ειδικά για το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, το Υπουργείο Οικονομικών προειδοποιούσε ότι πιθανό πρόβλημα δεν θα επιβάρυνε μόνο τον φορολογούμενο που θα κληθεί να τις ανακεφαλαιοποιήσει, αλλά και την ασφάλεια των καταθέσεων των νοικοκυριών και της ρευστότητας των επιχειρήσεων, ενισχύοντας την πιστωτική ασφυξία. Συμπερασματικά, το κείμενο κατέληγε ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ βασιζόταν σε λάθος συνταγή και θα ανέτρεπε την προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας. Αυτά που επακολούθησαν τους επόμενους μήνες είναι γνωστά ώστε να περιττεύει κάθε εξήγηση περί της επιβεβαίωσης των προειδοποιήσεων.
Στο τμήμα της αποτίμησης, το συμπέρασμα ήταν ότι το συνολικό κόστος των εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ κυμαινόταν μεταξύ €17,2 δις έως €27,2 δις, ανάλογα με τις υποθέσεις για την διαγραφή ιδιωτικών χρεών την οποίαν επαγγελόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, έναντι εκτίμησης κόστους €11,3δισ. του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Το σημαντικότερο, το κείμενο εξηγούσε ότι οι πηγές χρηματοδότησης τις οποίες επικαλείτο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ανέφικτες και ότι για να αποδώσουν τα μέτρα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής απαιτείται μακρός χρόνος. Ως συνέπεια, οι κοστοβόρες πολιτικές οι οποίες προτείνονταν δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν παρά μόνο από την εντατικότερη φορολόγηση των ήδη υπαρχουσών πηγών, δηλαδή της μεσαίας τάξης. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επεξήγηση για να πειστεί ο αναγνώστης ότι και αυτή η πρόβλεψη δικαιώθηκε πλήρως από τις μετέπειτα εξελίξεις.
Στο έγγραφο αυτό απάντησε, εξαπολύοντας επίθεση, το γραφείο τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και ο τότε υπεύθυνος Οικονομικής Πολιτικής του κόμματος κος Ευκλείδης Τσακαλώτος, με προσωπική δήλωση. Αμφότερες οι απαντήσεις απέρριπταν τα επιχειρήματα και την πρόταση του τότε Υπουργείου Οικονομικών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, ο κ. Τσακαλώτος έγινε – μετά από την θητεία του κ. Βαρουφάκη - Υπουργός Οικονομικών και χειρίστηκε ο ίδιος το τελικό μέρος της διαπραγμάτευσης το οποίο οδήγησε στο Τρίτο Μνημόνιο. Στις 29 Αυγούστου 2015, τα ΜΜΕ πληροφόρησαν τους πολίτες (και αυτή η πληροφορία δεν διαψεύστηκε ποτέ) ότι ο κ. Τσακαλώτος, μιλώντας από το βήμα της Πανελλαδικής Σύσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ, ομολόγησε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ "λαΐκισε". Περαιτέρω, εγκάλεσε το κόμμα του ότι παραγνώρισε την αρχική εκτίμηση που είχε διατυπώσει ο ίδιος πως χωρίς φόρους το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δεν βγαίνει για να μην χάσει ψήφους.
Δεν αποτελεί στόχο αυτού του σημειώματος η δίκη προθέσεων για τα όσα ελέχθησαν ή πράχθηκαν. Ελπίζει όμως κανείς ότι όσα συνέβησαν αυτά τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν μας έχουν κάνει όλους σοφότερους, ότι έχουμε όλοι καταλάβει το αυτονόητο: η παροχολογία βλάπτει σοβαρά τη χώρα. Εν τέλει όμως βλάπτει κι αυτόν που την διαπράττει. Ας το θυμόμαστε αυτό όλοι, όχι μόνο τα κόμματα αλλά και οι ψηφοφόροι, κι ας τελειώσουμε με τα βλαβερότερα υποπροϊόντα της Μεταπολίτευσης, τον λαϊκισμό και την πελατοκρατία.
* Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι πρώην Γ.Γ. του Υπουργείου Οικονομικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου