Αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και συγκεκριμένα στα τέλη δικτύου διανομής προκύπτουν από τη σχετική απόφαση που έλαβε την προηγούμενη Πέμπτη η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας.
Δεύτερον, έχει μεσολαβήσει, ταυτόχρονα, η σοβαρή μείωση της κατανάλωσης ρεύματος σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, πράγμα που σημαίνει ότι το αυξημένο έσοδο πρέπει να εισπραχθεί από λιγότερες «κιλοβατώρες», συνεπώς αυξάνει η επιβάρυνση ανά κιλοβατώρα. Δηλαδή ακόμα και αν δεν είχε αυξηθεί το απαιτούμενο έσοδο του Διαχειριστή, πάλι θα ήταν αυξημένα τα τέλη για τον καταναλωτή με δεδομένη την κατάρρευση της ζήτησης.
Σε κάθε περίπτωση, τα τιμολόγια χρήσης δικτύου υπολογίζονται με αριθμητή το απαιτούμενο έσοδο και παρονομαστή τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Με αύξηση του αριθμητή και μείωση του παρανομαστή, προκύπτει αποτέλεσμα σημαντικά αυξημένο για τον καταναλωτή.
Οι λόγοι για την κατάρρευση της ζήτησης είναι γνωστοί και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την ενεργειακή κρίση και την αδυναμία πολιτών και επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν στα αυξημένα κόστη.
Ποιός είναι όμως ο λόγος που αυξήθηκε το ετήσιο έσοδο του Διαχειριστή; Σύμφωνα με όσα αναφέρει η ΡΑΕ στην αιτιολογική έκθεση, για την αύξηση του απαιτούμενου εσόδου του ΔΕΔΔΗΕ έλαβε υπόψη τα εξής:
- Το μεγάλο χρονικό διάστημα για το οποίο Μοναδιαίες Χρεώσεις Χρήσης του ΕΔΔΗΕ δεν έχουν μεταβληθεί μετά την υπ’ αριθ. 2/2020 απόφαση ΡΑΕ, παρά τη σημαντική μεταβολή στο Απαιτούμενο Έσοδο που σημειώνεται ιδίως το 2021,
- Την αναθεώρηση του Επιτρεπόμενου Εσόδου του ΔΕΔΔΗΕ για την περίοδο 2021-2024 λόγω της οποίας προκύπτουν πρόσθετες υποανακτήσεις Απαιτούμενου Εσόδου και
- Τον περιορισμό δημιουργίας περαιτέρω σημαντικών υποανακτήσεων του Απαιτούμενου Εσόδου.
Αρμόδιες πηγές τονίζουν επιπλέον ότι η αύξηση των επενδύσεων του ΔΕΔΔΗΕ και το «ανέβασμα ταχύτητας» σε ότι αφορά τη σύνδεση σταθμών ΑΠΕ, όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα ο Διαχειριστής, μπορεί να δημιουργούν την ανάγκη αύξησης του ετήσιου εσόδου, από την άλλη όμως εξασφαλίζουν μείωση της τιμής του ρεύματος (δηλαδή της ενέργειας) και συνεπώς το τελικό ισοζύγιο είναι θετικό για τον καταναλωτή.
Στον ακόλουθο πίνακα παρουσιάζονται τα ποσά τα οποία πρέπει να ανακτηθούν από κάθε Κατηγορία Χρεώσεων Χρήσης Δικτύου Καταναλωτών κατά το 2023, προκειμένου να συλλεγεί το απαιτούμενο έσοδο για το 2023.
Ταυτόχρονα, θα υπάρξει μια προσαύξηση της τάξης του 15% στις μοναδιαίες χρεώσεις προκειμένου να αναπληρωθεί η υποανάκτηση του πρώτου τετραμήνου του έτους, όταν και εφαρμόζονταν ακόμη οι προηγούμενες χρεώσεις, και έτσι η ανάκτηση του 2023 να «κλείσει» κανονικά.
Πιο συγκεκριμένα, η ΡΑΕ σημειώνει στην απόφασή της πως «για τον υπολογισμό των χρεώσεων, θεωρώντας ότι αυτές θα εφαρμοστούν από 1.5.2023, ο Διαχειριστής του Δικτύου περιλαμβάνει προσαύξηση προκειμένου το Απαιτούμενο Έσοδο του 2023 να συλλεγεί εντός του έτους, λαμβάνοντας υπόψη την υποανάκτηση του Απαιτούμενου Εσόδου 2023 κατά το 1ο τετράμηνο, όταν και εφαρμόζονταν οι προηγούμενες χρεώσεις για την ανάκτηση του Απαιτούμενου Εσόδου ΔΕΔΔΗΕ για το έτος 2019 (744 εκατ. ευρώ). Η προσαύξηση λόγω υποανάκτησης Α’ Τετραμήνου 2023 εκτιμάται σε 15% περίπου, σε σχέση με τις μοναδιαίες χρεώσεις που υπολογίζονται θεωρώντας ανάκτηση ποσού ίση με το Απαιτούμενο Έσοδο 2023 σε 12 μήνες από την έναρξη εφαρμογής των χρεώσεων».
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι με την απόφαση της ΡΑΕ μπαίνει σε εφαρμογή νέα μεθοδολογία για τον υπολογισμό των χρεώσεων για το δίκτυο διανομής που προκρίνει τη χρέωση των καταναλωτών με κριτήριο (κατά κύριο λόγο) την ισχύ των εγκαταστάσεων τους και λιγότερο το ύψος της κατανάλωσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει επιμερισμό των χρεώσεων σε ποσοστό 60%/40% ανάμεσα σε ισχύ και ύψος κατανάλωσης, αναλογία που θα αλλάξει το 2024 σε 90/10.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου